- γεγές
- ονεαρός με χίπικη εμφάνιση και ανάρμοστη συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεγές — ο 1. (για γέρο) ο ξεκουτιάρης 2. ο ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη] … Dictionary of Greek
gogă — gógă s.f. (reg., înv.) 1. nucă cojită. 2. gogoriţă. Trimis de blaurb, 16.05.2006. Sursa: DAR gógă ( gi), s.f. – 1. Nucă. – 2. Baubau, sperietoare. Creaţie expresivă, cf. cocă. Coincide cu alte formaţii de acelaşi tip, ca alb. gogë baubau , mag … Dicționar Român